σύνδικος

σύνδικος
ο
1. επίτροπος υποθέσεων εταιρείας, σωματείου κτλ.
2. «σύνδικος πτώχευσης», επίτροπος στον οποίο αναθέτουν τη διαχείριση της περιουσίας ενός που έχει πτωχεύσει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σύνδικος — one who helps in a court of justice masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνδικος — ο, η, ΝΑ, και αττ. τ. ξύνδικος και βοιωτ. τ. σούνδικος Α στον πληθ. οἱ σύνδικοι α) (στην Αθήνα μετά την κατάλυση τής αρχής τών τριάκοντα τυράννων) αξίωμα τού οποίου οι φορείς εκδίκαζαν τις υποθέσεις τών δημεύσεων τών περιουσιών αυτών που… …   Dictionary of Greek

  • ξύνδικος — σύνδικος , σύνδικος one who helps in a court of justice masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδίκοις — σύνδικος one who helps in a court of justice masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδίκου — σύνδικος one who helps in a court of justice masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδίκους — σύνδικος one who helps in a court of justice masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδίκων — σύνδικος one who helps in a court of justice masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνδικε — σύνδικος one who helps in a court of justice masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνδικοι — σύνδικος one who helps in a court of justice masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνδικον — σύνδικος one who helps in a court of justice masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”